νεφρολιθικός

νεφρολιθικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεφρολιθίαση ή στους νεφρολίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephrolithique (< νεφρ[ο]-* + λιθικός < λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”